- στυφελίξῃ
- στυφελίζωstrike hardaor subj mid 2nd sgστυφελίζωstrike hardaor subj act 3rd sgστυφελίζωstrike hardfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυφελίξηι — στυφελίξῃ , στυφελίζω strike hard aor subj mid 2nd sg στυφελίξῃ , στυφελίζω strike hard aor subj act 3rd sg στυφελίξῃ , στυφελίζω strike hard fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… … Dictionary of Greek